Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριγύρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τριγύρω < τρι- (για υπερβολή) + γύρω

  Επίρρημα επεξεργασία

τριγύρω

  • προς ή σε όλες τις κατευθύνσεις
    μόλις έριξα το στάρι, μαζεύτηκαν από τριγύρω περιστέρια

Συγγενικά επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

τριγύρω άκλιτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριγύρω ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  Πηγές επεξεργασία