τριβή ολίσθησης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριβή ολίσθησης | οι | τριβές ολίσθησης |
γενική | της | τριβής ολίσθησης | των | τριβών ολίσθησης |
αιτιατική | την | τριβή ολίσθησης | τις | τριβές ολίσθησης |
κλητική | τριβή ολίσθησης | τριβές ολίσθησης | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
τριβή ολίσθησης θηλυκό
- (μηχανική, μηχανολογία) η τριβή που παρατηρείται μεταξύ ενός σώματος και της επιφάνειας επί της οποίας ολισθαίνει
- ↪ τριβή ολίσθησης υπάρχει μεταξύ των ελατηρίων ενός εμβόλου μιας μηχανής και του τοιχώματος του χιτωνίου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριβή ολίσθησης
|