Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τρῐημερο-
ονομαστική τὸ τριήμερον τὰ τριήμερ
      γενική τοῦ τριημέρου τῶν τριημέρων
      δοτική τῷ τριημέρ τοῖς τριημέροις
    αιτιατική τὸ τριήμερον τὰ τριήμερ
     κλητική ! τριήμερον τριήμερ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριημέρω
γεν-δοτ τοῖν  τριημέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τριήμερον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τριήμερος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριήμερον, -ου ουδέτερο

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

τριήμερον: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τριήμερον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τριήμερος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τριήμερος

  Πηγές επεξεργασία