Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραβερτίνης οι τραβερτίνες
      γενική του τραβερτίνη των τραβερτινών
    αιτιατική τον τραβερτίνη τους τραβερτίνες
     κλητική τραβερτίνη τραβερτίνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αποσαθρωμένος τραβερτίνης σε κάστρο του 1606
 
Λειασμένος τραβερτίνης σε νεότερο κτίριο

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραβερτίνης < ιταλική travertino < λατινική tiburtinus (του/από το Tibur, της περιοχής με το σημερινό όνομα Τίβολι στο Λάτσιο της Ιταλίας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραβερτίνης αρσενικό

  • ασβεστολιθικό πορώδες πέτρωμα που έχει σχηματιστεί από απόθεση σε περιοχές θερμών πηγών

  Μεταφράσεις επεξεργασία