Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρίποδο τα τρίποδα
      γενική του τρίποδου των τρίποδων
    αιτιατική το τρίποδο τα τρίποδα
     κλητική τρίποδο τρίποδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίποδο < λείπει η ετυμολογία
 
Τρίποδο για τη στήριξη φωτογραφικής μηχανής.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρίποδο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία