τούνδρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τούνδρα | οι | τούνδρες |
γενική | της | τούνδρας | των | τουνδρών |
αιτιατική | την | τούνδρα | τις | τούνδρες |
κλητική | τούνδρα | τούνδρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τούνδρα θηλυκό
- (γεωγραφία) μεγαοικοσύστημα της Αρκτικής και της Ανταρκτικής, με χαμηλή βλάστηση και απουσία δέντρων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τούνδρα στη Βικιπαίδεια