τούγια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τούγια | οι | τούγιες |
γενική | της | τούγιας | — | |
αιτιατική | την | τούγια | τις | τούγιες |
κλητική | τούγια | τούγιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τούγια < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική thuja < αρχαία ελληνική θυία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τούγια θηλυκό