Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουφεκίζω < τουφέκ(ι) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

τουφεκίζω (παθητική φωνή: τουφεκίζομαι)

  1. πυροβολώ
  2. σκοτώνω χρησιμοποιώντας τουφέκι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία