Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τουμπεκί τα τουμπεκιά
      γενική του τουμπεκιού των τουμπεκιών
    αιτιατική το τουμπεκί τα τουμπεκιά
     κλητική τουμπεκί τουμπεκιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουμπεκί < (άμεσο δάνειο) τουρκική tömbeki (ψιλοκομμένα φύλλα καπνού για ναργιλέ) < ιταλική tabacco (καπνός) < ισπανική tabaco[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tu.beˈci/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουμπεκί ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. τουμπεκί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.