Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λουλάς οι λουλάδες
      γενική του λουλά των λουλάδων
    αιτιατική τον λουλά τους λουλάδες
     κλητική λουλά λουλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουλάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική lüle < περσική لوله (lule)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουλάς αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία