Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουλούμπα οι τουλούμπες
      γενική της τουλούμπας
    αιτιατική την τουλούμπα τις τουλούμπες
     κλητική τουλούμπα τουλούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μια συσκευασία με μικρές τουλούμπες

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουλούμπα < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? < ιταλική tromba (αντλία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουλούμπα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, ιδιωματικό) αντλία, τρόμπα[1][2]
     συνώνυμα: τρούμπα[1]
  2. (γλυκό) κυλινδρικό γλυκό τηγανιού με σιρόπι

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο “Εστία”, 1930), σ. 30.
  2. Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σ. 44.