Λωξάντρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λωξάντρα | οι | Λωξάντρες |
γενική | της | Λωξάντρας | — | |
αιτιατική | τη | Λωξάντρα | τις | Λωξάντρες |
κλητική | Λωξάντρα | Λωξάντρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λωξάντρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σ. 25.