τουγκστένιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουγκστένιο < (άμεσο δάνειο) αγγλική tungsten
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουγκστένιο ουδέτερο
- το χημικό στοιχείο βολφράμιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουγκστένιο
|