↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοσούτσικος η τοσούτσικη το τοσούτσικο
      γενική του τοσούτσικου της τοσούτσικης του τοσούτσικου
    αιτιατική τον τοσούτσικο την τοσούτσικη το τοσούτσικο
     κλητική τοσούτσικε τοσούτσικη τοσούτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοσούτσικοι οι τοσούτσικες τα τοσούτσικα
      γενική των τοσούτσικων των τοσούτσικων των τοσούτσικων
    αιτιατική τους τοσούτσικους τις τοσούτσικες τα τοσούτσικα
     κλητική τοσούτσικοι τοσούτσικες τοσούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοσούτσικος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

τοσούτσικος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία