τορυισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τορυισμός | οι | τορυισμοί |
γενική | του | τορυισμού | των | τορυισμών |
αιτιατική | τον | τορυισμό | τους | τορυισμούς |
κλητική | τορυισμέ | τορυισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τορυισμός αρσενικό
- (πολιτική) πολιτική φιλοσοφία, η οποία βασίζεται στην παραδοσιοκρατία και τον συντηρητισμό, εμφανής στην πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου και σε τμήματα της Κοινοπολιτείας, ιδιαίτερα στον Καναδά
- ※ Το 1992 το Συντηρητικό Κόμμα της Βρετανίας (επηρεασμένο από τον Τορυισμό) κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 1992, ξεπερνώντας κατά πολύ τις εκτιμήσεις των δημοσκοπικών εταιρειών. (www.huffingtonpost.gr, 7/9/2016)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τορυισμός στη Βικιπαίδεια