τορμίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τορμίσκος < τόρμος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τορμίσκος αρσενικό
- ο μικρός τόρμος (προεξοχή / δοντάκι), υποκοριστικό του τόρμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τορμίσκος
|