δοντάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δοντάκι | τα | δοντάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δοντάκι | τα | δοντάκια |
κλητική | δοντάκι | δοντάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δοντάκι < δόντι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
δοντάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του δόντι
Εκφράσεις επεξεργασία
- πονάει το δοντάκι: είναι ερωτευμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δοντάκι
|