Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τονισμένος η τονισμένη το τονισμένο
      γενική του τονισμένου της τονισμένης του τονισμένου
    αιτιατική τον τονισμένο την τονισμένη το τονισμένο
     κλητική τονισμένε τονισμένη τονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τονισμένοι οι τονισμένες τα τονισμένα
      γενική των τονισμένων των τονισμένων των τονισμένων
    αιτιατική τους τονισμένους τις τονισμένες τα τονισμένα
     κλητική τονισμένοι τονισμένες τονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τονίζω

  Μετοχή επεξεργασία

τονισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία