Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τμηματάρχισσα οι τμηματάρχισσες
      γενική της τμηματάρχισσας των τμηματαρχισσών
    αιτιατική την τμηματάρχισσα τις τμηματάρχισσες
     κλητική τμηματάρχισσα τμηματάρχισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τμηματάρχισσα < τμηματάρχ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tmi.maˈtaɾ.çi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τμη‐μα‐τάρ‐χισ‐σα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τμηματάρχισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τμηματάρχης