Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τι κάνεις; → δείτε τη λέξη τι (ερωτηματική αντωνυμία,) & κάνεις (δεύτερο πρόσωπο ενικού του κάνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈti ˈkanis/

  Βιβλίο φράσεων επεξεργασία

τι κάνεις;

  1. (κυριολεκτικά) ποια πράξη κάνεις (αυτή τη στιγμή);
    Τι κάνεις εκεί;
    Πλένω πιάτα.
    Άστα. Θα τα κάνω εγώ αργότερα.
    άλλες μορφές: επίσημο, σε πληθυντικό ευγενείας: τι κάνετε;
  2. (χαιρετισμός, οικείο, στον ενικό) σε τι ψυχική κατάσταση βρίσκεσαι; η ζωή σου είναι καλή;
    άλλες μορφές: επίσημο, σε πληθυντικό ευγενείας: τι κάνετε;
     συνώνυμα: πώς είσαι;
    εκφράσεις: τι μου κάνεις;

Απαντήσεις επεξεργασία

Πιθανές απαντήσεις στον χαιρετισμό:

  Μεταφράσεις επεξεργασία