Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τικ < από τη γαλλική λέξη tic

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τικ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία