τηλεψήφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
ετυμολογία επεξεργασία
- τηλεψήφος (νεολογισμός) < τηλε- + ψήφος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική televoting)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηλεψήφος θηλυκό
- (προφορικό) η τηλεψηφοφορία
- έγκυρη απεσταλμένη επιλογή επί τηλεψηφοφορίας, η ψήφος σε τηλεψηφοφορία
- (πολιτική) η εκλογική τηλεψήφος, εκλογική ψήφος μέσω ίντερνετ ή ασφαλούς δικτύου
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηλεψήφος