τηλεργασιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηλεργασιακός < τηλεργασία + -ακός
Επίθετο επεξεργασία
τηλεργασιακός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με την τηλεργασία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηλεργασιακός
|