Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηλεγραφόξυλο τα τηλεγραφόξυλα
      γενική του τηλεγραφόξυλου των τηλεγραφόξυλων
    αιτιατική το τηλεγραφόξυλο τα τηλεγραφόξυλα
     κλητική τηλεγραφόξυλο τηλεγραφόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τηλεγραφόξυλα στην Αγγλία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεγραφόξυλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεγραφόξυλο ουδέτερο

  1. ξύλινο, συνήθως, στήριγμα των καλωδίων του τηλεγράφου
  2. (μεταφορικά) (αστειευόμενοι) ψηλός και λιγνός άνθρωπος
     συνώνυμα: (για άνδρα) λέλεκας, μακρολέλεκας, μαντράχαλος, ψηλέας, ψηλολέλεκας
     συνώνυμα: (για γυναίκα) στέκα, ταβανόσκουπα

  Μεταφράσεις επεξεργασία