Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταβανόσκουπα οι ταβανόσκουπες
      γενική της ταβανόσκουπας
    αιτιατική την ταβανόσκουπα τις ταβανόσκουπες
     κλητική ταβανόσκουπα ταβανόσκουπες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταβανόσκουπα < ταβάν(ι) + -ό- + σκούπα
 
Καθάρισμα με ταβανόσκουπα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταβανόσκουπα θηλυκό

  1. σκούπα με κοντάρι αρκετά μακρύ ώστε να φτάνει στο ταβάνι
  2. (σκωπτικό) ψηλή και λιγνή γυναίκα
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις στέκα και ψηλός

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία