τζόκεϊ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζόκεϊ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) επαγγελματίας αναβάτης ενός αλόγου
- καπέλο με πλατύ μπροστινό γείσο, όπως αυτό που φορούν οι επαγγελματίες αναβάτες αλόγων
τζόκεϊ αρσενικό άκλιτο