Δείτε επίσης: τζιβαέρι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζιέρι τα τζιέρια
      γενική του τζιεριού των τζιεριών
    αιτιατική το τζιέρι τα τζιέρια
     κλητική τζιέρι τζιέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζιέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ciğer < περσική جگر (cīgar, συκώτι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈd͡zie.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζιέ‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζιέρι ουδέτερο

  1. (ανατομία, ιδιωματικό, παρωχημένο) εντόσθιο, σπλάχνο
  2. (προσφώνηση) (μεταφορικά) προσφώνηση προσφιλούς προσώπου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία