Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσφώνηση οι προσφωνήσεις
      γενική της προσφώνησης* των προσφωνήσεων
    αιτιατική την προσφώνηση τις προσφωνήσεις
     κλητική προσφώνηση προσφωνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσφωνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσφώνηση < προσ- + φώνηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσφώνηση θηλυκό

  1. τρόπος με τον οποίο πρέπει να απευθύνεται κανείς σε αξιωματούχους, σύμφωνα με τις τοπικές συνήθειες / το πρωτόκολλο
  2. λόγος μικρής διάρκειας, συνήθως για χαιρετισμό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία