τζαϊνισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζαϊνισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Jainism < Jain < σανσκριτική जैन (jaina) < जिन < जि < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷey- (νικώ, κατακτώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζαϊνισμός αρσενικό
- (θρησκεία) άλλη μορφή του ζαϊνισμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζαϊνισμός
|