Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζαρτζάρισμα τα τζαρτζαρίσματα
      γενική του τζαρτζαρίσματος των τζαρτζαρισμάτων
    αιτιατική το τζαρτζάρισμα τα τζαρτζαρίσματα
     κλητική τζαρτζάρισμα τζαρτζαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζαρτζάρισμα < αγγλική charge

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζαρτζάρισμα ουδέτερο

  • εφόρμηση, παρενόχληση του αντιπάλου με σωματική επαφή (ποδόσφαιρο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία