τζαμιτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζαμιτζής αρσενικό
- ο τζαμάς
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τζάμι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζαμιτζής
|
τζαμιτζής αρσενικό
|