τζαμάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τζαμάς | οι | τζαμάδες |
γενική | του | τζαμά | των | τζαμάδων |
αιτιατική | τον | τζαμά | τους | τζαμάδες |
κλητική | τζαμά | τζαμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /d͡zaˈmas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζα‐μάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζαμάς αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
- υαλοθέτης (σπάνιο)