τεχνικοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τεχνικοποίηση | οι | τεχνικοποιήσεις |
γενική | της | τεχνικοποίησης | των | τεχνικοποιήσεων |
αιτιατική | την | τεχνικοποίηση | τις | τεχνικοποιήσεις |
κλητική | τεχνικοποίηση | τεχνικοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεχνικοποίηση < τεχνικ(ός) + -ο- + -ποίηση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.xni.koˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐χνι‐κο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεχνικοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της μετατροπής κάποιου ή κάτι σε τεχνικό
- ※ Η υποβάθμιση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος ξεκίνησε από την «τεχνικοποίησή» του μέσα από τις σχολές των ΜΜΕ, στις οποίες βρήκαν στέγη –διατί να το κρύψωμεν;– και κάποιοι με… αχαλίνωτο ego που ήθελαν να περιφέρουν σε σαλόνια τους πανεπιστημιακούς τίτλους τους. (Απόστολος Λακασάς, Το μέικ απ, τα φούμαρα και οι (άγνωστες) λέξεις, Η Καθημερινή, 5 Μαΐου 2016)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεχνικοποίηση
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr