Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεφροειδής η τεφροειδής το τεφροειδές
      γενική του τεφροειδούς* της τεφροειδούς του τεφροειδούς
    αιτιατική τον τεφροειδή την τεφροειδή το τεφροειδές
     κλητική τεφροειδή(ς) τεφροειδής τεφροειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεφροειδείς οι τεφροειδείς τα τεφροειδή
      γενική των τεφροειδών των τεφροειδών των τεφροειδών
    αιτιατική τους τεφροειδείς τις τεφροειδείς τα τεφροειδή
     κλητική τεφροειδείς τεφροειδείς τεφροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεφροειδής < ελληνιστική κοινή τεφροειδής < αρχαία ελληνική τέφρα

  Επίθετο επεξεργασία

τεφροειδής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία