τεφροδόχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.fɾoˈðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐φρο‐δό‐χος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεφροδόχος θηλυκό
- το δοχείο που περιέχει τη στάχτη ενός νεκρού που αποτεφρώθηκε