↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραφωσφορυλικός η τετραφωσφορυλική το τετραφωσφορυλικό
      γενική του τετραφωσφορυλικού της τετραφωσφορυλικής του τετραφωσφορυλικού
    αιτιατική τον τετραφωσφορυλικό την τετραφωσφορυλική το τετραφωσφορυλικό
     κλητική τετραφωσφορυλικέ τετραφωσφορυλική τετραφωσφορυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραφωσφορυλικοί οι τετραφωσφορυλικές τα τετραφωσφορυλικά
      γενική των τετραφωσφορυλικών των τετραφωσφορυλικών των τετραφωσφορυλικών
    αιτιατική τους τετραφωσφορυλικούς τις τετραφωσφορυλικές τα τετραφωσφορυλικά
     κλητική τετραφωσφορυλικοί τετραφωσφορυλικές τετραφωσφορυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραφωσφορυλικός < τετρα- + φωσφορυλικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τετραφωσφορυλικός, -η, -ο

  1. ο σχετικός με τετραφωσφορύλιο ή τετραφωσφορυλίωση
  2. αυτός που φέρει στο μόριό του τέσσερις φωσφορυλομάδες

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία