τετραφάρμακος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τετραφάρμακος, -ος/-η, -ον/-ο, το θηλυκό και ουδέτερο φέρονται ουσιαστικοποιημένα ως είδος έμπλαστρου
- αυτός που παρασκευάζεται από τέσσερα φάρμακα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραφάρμακος
|