τετρασυντονισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετρασυντονισμένος < τετρα- + συντονισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συντονίζω
Μετοχή επεξεργασία
τετρασυντονισμένος, -η, -ο
- (χημεία, βιοχημεία, ναυτικός όρος) που βρίσκεται σε τετραπλό συντονισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετρασυντονισμένος
|