Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράριχτος η τετράριχτη το τετράριχτο
      γενική του τετράριχτου της τετράριχτης του τετράριχτου
    αιτιατική τον τετράριχτο την τετράριχτη το τετράριχτο
     κλητική τετράριχτε τετράριχτη τετράριχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράριχτοι οι τετράριχτες τα τετράριχτα
      γενική των τετράριχτων των τετράριχτων των τετράριχτων
    αιτιατική τους τετράριχτους τις τετράριχτες τα τετράριχτα
     κλητική τετράριχτοι τετράριχτες τετράριχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράριχτος < τετρα- + ριχτός

  Επίθετο επεξεργασία

τετράριχτος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει αναπτυχθεί με τέσσερις ρίψεις
  2. αυτός που έχει κατασκευαστεί με τέσσερις ρίψεις ή κλίσεις
    ※  Οι στέγες είναι τετράριχτες στα σπίτια που ήταν χτισμένα «πανταχόθεν ελεύθερα» και τρίριχτες στα σπίτια που υπήρχε μεσοτοιχία ή τα αδελφομοίρια (Θανάσης Γκόνης, Πορεία για Γαλαξίδι, 1999, σελ. 133)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία