τετράριχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τετράριχτος, -η, -ο
- αυτός που έχει αναπτυχθεί με τέσσερις ρίψεις
- αυτός που έχει κατασκευαστεί με τέσσερις ρίψεις ή κλίσεις
- ※ Οι στέγες είναι τετράριχτες στα σπίτια που ήταν χτισμένα «πανταχόθεν ελεύθερα» και τρίριχτες στα σπίτια που υπήρχε μεσοτοιχία ή τα αδελφομοίρια (Θανάσης Γκόνης, Πορεία για Γαλαξίδι, 1999, σελ. 133)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετράριχτος
|