τετράμορφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τετράμορφος, -η, -ο
- αυτός που έχει, ή αλλάζει τέσσερις μορφές
Σημειώσεις επεξεργασία
- ο όρος αναφέρεται περισσότερο στη θάλασσα και στην ύπαιθρο κατά τις τέσσερις εποχές
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετράμορφος
|