τετράκλαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τετράκλαστος, -η, -ο
- αυτός που έχει τεμαχιστεί στα τέσσερα
Σημειώσεις επεξεργασία
- ο όρος αποδίδεται κυρίως για τον άρτο, στην αρτοκλασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετράκλαστος
|