τεταρτιασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεταρτιασμός < τεταρτιάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεταρτιασμός, αρσενικό
- είδος θανατικής ποινής, στην οποία τέσσερα ζώα τραβούσαν σε αντίθετες κατευθύνσεις τα μέλη ενός ανθρώπου, με αποτέλεσμα τον διαμελισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεταρτιασμός