τεστοστερόνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεστοστερόνη < (λόγιο δάνειο) αγγλική testosterone[1] < λατινικά testis (όρχις) + -όνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεστοστερόνη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεστοστερόνη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τεστοστερόνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας