τεσσάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τεσσάρι | τα | τεσσάρια |
γενική | του | τεσσαριού | των | τεσσαριών |
αιτιατική | το | τεσσάρι | τα | τεσσάρια |
κλητική | τεσσάρι | τεσσάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεσσάρι ουδέτερο
- το ψηφίο τέσσερα
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από τέσσερα ομοειδή αντικείμενα
- διαμέρισμα με τέσσερα κύρια δωμάτια
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 4
- το τραπουλόχαρτο με τον αριθμό 4
- βαθμός σε εξετάσεις
- (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται στην κεντροαμυντική θέση της σύνθεσης
- (αθλητισμός) παίκτης που αγωνίζεται με τον αριθμό 4 σε μια ομάδα