Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τερατολογία οι τερατολογίες
      γενική της τερατολογίας των τερατολογιών
    αιτιατική την τερατολογία τις τερατολογίες
     κλητική τερατολογία τερατολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τερατολογία < αρχαία ελληνική τερατολογία < τέρας + λέγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τερατολογία θηλυκό

  1. απαίσια, χυδαία, υβριστικά, συκοφαντικά ή μειωτικά λόγια
  2. παρατραβηγμένη μεταφυσική αφήγηση ιστορίας που έχει ως χαρακτήρες τέρατα
  3. (κατ’ επέκταση) μεγάλο ψέμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία