τεπέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεπέ < απροσάρμοστο δάνειο οθωμανική τουρκική تپه (tepe, λόγος, θολωτό τμήμα φεσιού, καπέλου)[1] → δείτε και τη λέξη τεπές
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teˈpe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐πέ
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεπέ άκλιτο (συνήθως συνοδεύοντας λέξη ουδέτερου γένους, κυρίως τοπωνύμια)
- άλλη μορφή του τεπές (στη σημασία: λόφος, κορυφή)
- ↪ το «Καρά Τεπέ» (ή Μαυροβούνι)
- ↪ το «Πιλάφ Τεπέ» (η κορυφή του Παγγαίου) [2]
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τεπές
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τεπέ αρσενικό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 392 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .