τεκμηριωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεκμηριωτικός < τεκμηριώνω + -τικός < τεκμήριο
Επίθετο επεξεργασία
τεκμηριωτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην τεκμηρίωση, έχει σχέση με την τεκμηρίωση ή τα τεκμήρια ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις τεκμηριώνω και τεκμήριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεκμηριωτικός
|