Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταχύπορος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταχύπορ
ος
η
ταχύπορ
η
το
ταχύπορ
ο
γενική
του
ταχύπορ
ου
της
ταχύπορ
ης
του
ταχύπορ
ου
αιτιατική
τον
ταχύπορ
ο
την
ταχύπορ
η
το
ταχύπορ
ο
κλητική
ταχύπορ
ε
ταχύπορ
η
ταχύπορ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταχύπορ
οι
οι
ταχύπορ
ες
τα
ταχύπορ
α
γενική
των
ταχύπορ
ων
των
ταχύπορ
ων
των
ταχύπορ
ων
αιτιατική
τους
ταχύπορ
ους
τις
ταχύπορ
ες
τα
ταχύπορ
α
κλητική
ταχύπορ
οι
ταχύπορ
ες
ταχύπορ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταχύπορος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ταχύπορος, -η, -ο
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταχύπορος