Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυδρομικά < ταχυδρομικ(ός) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.çi.ðɾo.miˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χυ‐δρο‐μι‐κά

  Επίρρημα επεξεργασία

ταχυδρομικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ταχυδρομικά