Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταχογραφικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταχογραφικ
ός
η
ταχογραφικ
ή
το
ταχογραφικ
ό
γενική
του
ταχογραφικ
ού
της
ταχογραφικ
ής
του
ταχογραφικ
ού
αιτιατική
τον
ταχογραφικ
ό
την
ταχογραφικ
ή
το
ταχογραφικ
ό
κλητική
ταχογραφικ
έ
ταχογραφικ
ή
ταχογραφικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταχογραφικ
οί
οι
ταχογραφικ
ές
τα
ταχογραφικ
ά
γενική
των
ταχογραφικ
ών
των
ταχογραφικ
ών
των
ταχογραφικ
ών
αιτιατική
τους
ταχογραφικ
ούς
τις
ταχογραφικ
ές
τα
ταχογραφικ
ά
κλητική
ταχογραφικ
οί
ταχογραφικ
ές
ταχογραφικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταχογραφικός
<
ταχογράφος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ταχογραφικός
που έχει
σχέση
με
ταχογράφο
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταχογραφικός